ἀϊδιότης

ἀϊδιότης
ἀϊδιότης, ητος, ,
A eternity, Arist.Cael.284a1, Ph.252b3, Ph.1.3,al., Plot.3.7.5, Procl.Inst.55, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αϊδιότης — ἀιδιότης ( ητος), η (Α) [ἀίδιος] αιωνιότητα, αθανασία, αφθαρσία …   Dictionary of Greek

  • ἀιδιότης — eternity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀιδιότητα — ἀιδιότης eternity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀιδιότητι — ἀιδιότης eternity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀιδιότητος — ἀιδιότης eternity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕЧНОСТЬ — (греч. aion, лат. eternitas) 1) неограниченность во времени; 2) безначальная и бесконечная длительность, неделимая на «до» и «после»; 3) лишенное всякой длительности неподвижное «теперь». У индоевропейцев понятие В. этимологически восходит к… …   Философская энциклопедия

  • αΐδιος — ἀίδιος, ον (Α) 1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής 2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα 3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ ίδιος < ἀεί. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՒԷԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0351 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. ἁϊδιότης sempiternitas. Մշտնջենաւորութիւն. յարակայութիւն. հանապազորդութիւն. *Յաղաչանս եկեալք արարչին բոլորեցուն՝ խնդրեցին զնորա գործոցն զյաւեժութիւն: Սկիզբն լինելութեան է ʼի մասունս սերմանս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”